- τσικουρώνω
- βλ. τσεκουρώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσεκουρώνω — τσεκούρωσα, τσεκουρώθηκα, τσεκουρωμένος, και τσικουρώνω 1. χτυπώ, κόβω με τσεκούρι. 2. μτφ., τιμωρώ σκληρά, επιβάλλω αυστηρή ποινή: Τον τσεκούρωσαν πέντε χρόνια εξορία. 3. απορρίπτω μαθητές στις εξετάσεις: Μας τσεκούρωσε αυτός ο καθηγητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)